- φουρνόξυλο
- το1. μακρύ κοντάρι για να κανονίζεται η φωτιά του φούρνου.2. μακρύ κοντάρι με πανί στη μια του άκρη για τον καθαρισμό του εσωτερικού του φούρνου.3. μακρύ κοντάρι που καταλήγει σε σανίδα, με το οποίο βάζουν στο φούρνο όσα είναι για ψήσιμο και βγάζουν τα ψημένα, το φουρνόφτυαρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.