φουρνόξυλο

φουρνόξυλο
το
1. μακρύ κοντάρι για να κανονίζεται η φωτιά του φούρνου.
2. μακρύ κοντάρι με πανί στη μια του άκρη για τον καθαρισμό του εσωτερικού του φούρνου.
3. μακρύ κοντάρι που καταλήγει σε σανίδα, με το οποίο βάζουν στο φούρνο όσα είναι για ψήσιμο και βγάζουν τα ψημένα, το φουρνόφτυαρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φουρνόξυλο — το, Ν 1. μακρύ κοντάρι με το οποίο μετακινούνται τα κάρβουνα στην επιφάνεια τής πλάκας τού φούρνου 2. φουρνόφτυαρο …   Dictionary of Greek

  • πανιάρα — και παννιάρα, η [παν(ν)ί] το φουρνόξυλο με το οποίο καθαρίζουν το εσωτερικό τού φούρνου από τα υπολείμματα τής ανθρακιάς, προκειμένου να βάλουν στον φούρνο νέα ψωμιά για ψήσιμο …   Dictionary of Greek

  • πανιστής — και παννιστής, ο [παν(ν)ίζω] 1. αυτός που καθαρίζει τον φούρνο με πανί, με φουρνόπανο 2. η πανιαρα, το φουρνόξυλο …   Dictionary of Greek

  • φουρνόφτυαρο — το μακρύ κοντάρι, που στη μια του άκρη καταλήγει σε πλατιά σανίδα, ένα είδος φτυαριού, με το οποίο βάζουν στο φούρνο όσα είναι για ψήσιμο και βγάζουν τα ψημένα, το φουρνόξυλο: Από ένα ξύλο φτιάνουν και το φουρνόφτυαρο και το κοπρόφτυαρο (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”